- τέραμνον
- (I)και τέρεμνον, τὸ, Α(κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμναοικήματα, οίκοι·[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ' άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. τής Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. triibum «σπίτι», ομβρ. tremnu «σκηνή», αρχ. γαλατ. treb «σπίτι», λατ. trabs «δοκός», λιθουαν. troba «σπίτι» (πρβλ. και λ. θεράπων, θεράπνη), παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο φωνηεντισμός τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. τέρα-μνα (πιθ. < *τέρα-βνα), ενώ ο τ. τέρεμνα είναι είτε προϊόν αφομοίωσης, είτε προϊόν αναλογικής επίδρασης τών βέλεμνα, κρήδεμνα.————————(II)και σπάν. τ. αρσ. τέραμνος Α1. (το ουδ.) (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «ἁπαλόν, ἑψανόν»2. (το αρσ.) (κατά τον Ησύχ.) α) (στον εν.) «κυψέλη»β) στον πληθ. τέραμνοι«στεγανοί».[ΕΤΥΜΟΛ. < τερά-μων «απαλός, τρυφερός» + (επίθημα) -mno- (πρβλ. ἀτέραμνος, ἀπάλαμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.